Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Κατάθεση.


Με κατακλύζει επικίνδυνα η αίσθηση του εμετού.
Θέλω να ξεράσω το οινόπνευμα που χαλάω τα βράδια μου.
Να ξεράσω τα δάκρυα, τους έρωτες και τις αγάπες μου.
Θέλω να ξεριζώσω ότι υπάρχει από μέσα μου γιατί η φωνή από μόνη της δεν φτάνει.
Δεν σου έφτασε. Δεν τους έφτασε. Δεν φτάνει.

Τις χορδές μου θα τις ξεχειλώσω και θα τις κεντήσω άτεχνα σε ένα κούφιο σάπιο ξύλωμα.
Και έτσι τεντωμένες πως θα’ ναι θα γδέρνω τα νύχια μου επάνω τους τάχα πως παίζω μουσική. Και αν φτάσουν οι κραυγές ως εκεί, θα ξέρεις αλήθεια μόνο βγάζω.
Θέλω να ξεράσω την καρδιά μου να τη πετάξω χάμω για να νιώθεις, όπως την πατάς
με τα βρομερά ξυπόλυτα πόδια σου, τους  γλοιώδεις μύες ανάμεσα στα δάχτυλα σου,
με το μαυροκόκκινο αίμα που δεν αργεί να στεγνώσει πάνω στα με μύκητες νύχια σου.
Θέλω να ξεράσω εσένα και αυτούς.
Να αδειάσω και να μείνει μόνο το κορμί που με τόσο ζήλο ασελγούσες επάνω του.
Κάθε φορά και ένα σ’ αγαπώ.
Τι να τις κάνεις εσύ τις λεπίδες; Έχεις τα χέρια σου, δύο απάνθρωπα γλυκά μάτια και τα απαίσια υπέροχα λόγια σου.
Ποιο δικαστήριο να σε κρίνει εσένα; Εκεί δικάζουν με λόγους.
Εσένα θα σε δικάσει η ψυχή σου –Θα παραμένεις για πάντα ένα αναπάντητο γιατί.

Θέλω να ξεράσω για να μην έχω κάτι άλλο για να βγάλω.
Θέλω να ξεράσω και να φτύσω από πάνω όσο αίμα έχει απομείνει από μέσα μου.
Και κάπου εκεί να θελήσει το κορμί μου να γίνει ένα με το ξερατό.

Η ψυχή όμως για πάντα θα θυμάται.
Κανείς δεν γλυτώνει από το παρελθόν.